Πέμπτη 30 Απριλίου 2009

Συνεταιρισμός για την Ειρήνη

Ομιλία στην Ολομέλεια της Βουλής


Κύριοι συνάδελφοι και συναδέλφισσες,

Το θέμα που εγώ θα αναπτύξω θα επικεντρωθεί περισσότερο στο ευρύτερο πρόβλημα της ασφάλειας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Δε θα αναφερθώ στα όσα οι συνάδελφοι προηγουμένως ανάλυσαν, γιατί πιστεύω πως η θεωρητική συζήτηση του ρόλου του ΝΑΤΟ ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή οποιωνδήποτε άλλων σχηματισμών δε μας βοηθά να καταλήξουμε, αν δε λύσουμε το βασικότερο ερώτημα που πρέπει να μας απασχολεί, το τι συμφέρει στην Κυπριακή Δημοκρατία.

Ανέκαθεν, η εξωτερική πολιτική και η διπλωματία από γενέσεώς τους εκφραζόταν με δύο τρόπους. Οι μεν ισχυροί επικαλούνταν το δίκαιο και το επέβαλλαν με τη δύναμη, οι δε αδύνατοι επικαλούνταν το δίκαιο, αλλά δεν είχαν τη δυνατότητα της ισχύος. Έτσι και τώρα. Το ΝΑΤΟ είναι ξεκάθαρο ότι ελέγχει τα πάντα. Το πρόβλημα δεν είναι, αν η Ευρωπαϊκή Ένωση ακολουθεί ή όχι το ΝΑΤΟ. Το πρόβλημα είναι, αν η Ευρώπη έχει τους αναγκαίους πόρους και είναι αποφασισμένη να τους διαθέσει, για να αναπτύξει αμυντικά συστήματα, έτσι ώστε να μην έχει την ανάγκη της ομπρέλας του ΝΑΤΟ. Από τη στιγμή που η Ευρωπαϊκή Ένωση παίρνει άλλους προσανατολισμούς και αποφασίζει να επενδύσει τις δυνατότητες που έχει, τις οικονομικές, σε θέματα κοινωνικής και άλλης πολιτικής, τότε είναι αυτόματο συνεπακόλουθο ότι θα εξαρτάται από την ισχύ του ΝΑΤΟ και επομένως το προβάδισμα θα το έχει το ΝΑΤΟ, είτε το θέλει η Ευρωπαϊκή Ένωση είτε δεν το θέλει.

Στη δική μας περίπτωση θα πρέπει να απαντήσουμε ποιο είναι το ύψιστο αγαθό που θέλουμε να καλύψουμε ως Κυπριακή Δημοκρατία. Να εμπλακούμε και να λύσουμε τις διαφορές των συνασπισμών και να καθορίσουμε τους όρους λειτουργίας τους, πράγμα ανέφικτο και ουτοπικό για τη χώρα μας, ή να αξιοποιήσουμε τις υφιστάμενες δομές, τους υφιστάμενους σχηματισμούς, για να ενισχύσουμε αυτό που λέμε κρατική ασφάλεια της Κυπριακής Δημοκρατίας; Το ότι όποια θέση μας και πρωτοβουλία μας και πράξη σ’ αυτά τα θέματα συνδέονταν με την κρατική μας υπόσταση, αποδεικνύεται περίτρανα από την τουρκική στάση. Αν έχουμε τη λογική ότι δεν πρέπει να κάνουμε οτιδήποτε, γιατί η Τουρκία θα απαντήσει όχι, άρα είναι ουσιαστικά γράμμα νεκρό, τότε θα πρέπει να απαντήσουμε γιατί διαχρονικά η Κυπριακή Δημοκρατία αποτάθηκε σε εννέα διεθνείς οργανισμούς, γνωρίζοντας ότι δε θα την άφηνε η Τουρκία. Άρα, για να έχει ωφέλεια για την Κύπρο η όποια πράξη και ενέργειά μας για το Συνεταιρισμό για την Ειρήνη, θα πρέπει να ενταχθεί σε μία διαφορετική πολιτική αντιμετώπισης της αναμενόμενης τουρκικής αντίδρασης.

Επομένως, πρέπει να χωρίσουμε το θέμα μας σε δύο φάσεις, η φάση της αίτησης, που είναι και το κυρίαρχο και το πιο δύσκολο, και η φάση της ένταξης. Εμείς μιλούμε και αναλύουμε τα δεδομένα ως να ήταν αυτόματα αποδεκτή η αίτησή μας. Η αίτησή μας είναι γνωστό ότι δε θα γίνει αποδεκτή λόγω της αντίδρασης της Τουρκίας. Άρα, μας συμφέρει ή όχι να διευρύνουμε το πεδίο της αντιπαράθεσης με την Τουρκία με το να υποβάλλουμε την αίτηση ένταξης και να αγωνιζόμαστε να την πραγματοποιήσουμε; Αν αυτό δε συνδυαστεί με αλλαγή εξωτερικής πολιτικής και αν συνεχιστεί η λογική της αποφυγής της σύγκρουσης με την Τουρκία, όπως συνέβηκε και στην αίτησή της για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τότε δε θα κερδίσουμε κανένα όφελος. Θα κάνουμε μία τυπική ενέργεια, για να ενταχθούμε στο Συνεταιρισμό για την Ειρήνη και δε θα έχουμε παραπέρα αποτελέσματα.

Δεν είμαστε της άποψης ότι το θέμα είναι προεκλογικό ή έχει σχέση με τις ευρωεκλογές, όσον αφορά εμάς, ούτε έχει σχέση με τη μείωση της αποδοχής του Προέδρου ή οτιδήποτε. Έχει όμως κόμματα τα οποία μπορεί, και είναι μέσα στο παιχνίδι της δημοκρατίας, να το αξιοποιήσουν. Εμείς το βλέπουμε καθαρά ως θέμα που συνδέεται με την κρατική μας ενίσχυση, με την εθνική ασφάλεια και τη διαχείριση του χώρου όχι μόνο στην Κύπρο, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή.

Είναι γεγονός ότι οι δυνάμεις οι οποίες σήμερα αντιστέκονται σε αυτή την προοπτική είχαν αντισταθεί και στην αίτηση για την τελωνειακή ένωση. Να θυμίσω ότι ήταν όρος του ΑΚΕΛ ότι ο Πρόεδρος Βασιλείου έπρεπε να κάνει δημοψήφισμα, για να επικυρώσει τη συμφωνία της τελωνειακής ένωσης, εξού και προήλθε ο νόμος περί δημοψηφίσματος, που δεν υπήρχε και ούτε προβλέπεται στο σύνταγμα, αλλά στη συνέχεια άλλαξε άποψη, όπως έκανε πρόσφατα και με τη διαφωνία του για την ένταξη στην Ευρωζώνη. Άρα, έχουμε μία πρακτική πολιτική του ΑΚΕΛ που έχει μία αντίθετη άποψη στα σχετιζόμενα με την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ρόλο της Κύπρου μέσα σ’ αυτό το κλίμα, η οποία όμως μεταβλήθηκε με τη θέση που το ίδιο το ΑΚΕΛ εξέφρασε ότι, αν είναι για το καλό της Κύπρου, τότε να συμφωνήσουμε και στην ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αυτή τη στιγμή υπάρχει ένα ερώτημα το οποίο αφορά και το ΑΚΕΛ και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Ο μεν Πρόεδρος λέει «κυβερνώ με βάση το πρόγραμμά μου», το δε πρόγραμμα του ΑΚΕΛ ασφαλώς και διαχρονικά και συνεδριακά είναι αντίθετο με την ένταξη στο Συνεταιρισμό για την Ειρήνη. Όμως, θα πρέπει να αποφασίσουν. Ή κυβερνά ο Πρόεδρος με βάση το πρόγραμμα του ΑΚΕΛ ή κυβερνά ο Πρόεδρος με βάση το πρόγραμμά του. Στο πρόγραμμά του δεν υπάρχει πρόνοια, αλλά δεν αποκλείει και το Συνεταιρισμό για την Ειρήνη. Άρα, η θέση μας είναι ότι, εφόσον δεν το απέκλεισε, σημαίνει ότι δε δεσμεύτηκε ενώπιον των πολιτών για το τι θα κάνει. Και αυτή τη στιγμή, εφόσον εγείρεται από την πλειοψηφία των κοινοβουλευτικών κομμάτων, οφείλει να προχωρήσει και να πάρει την πρωτοβουλία για δημοψήφισμα, για να θέσει το ερώτημα στους πολίτες αν εγκρίνουν ή δεν εγκρίνουν την αίτηση για ένταξη στο Συνεταιρισμό για την Ειρήνη. Αυτό θα δώσει και τη λύση στο πρόβλημα το οποίο συζητούμε.

Από την άλλη πλευρά, θα πρέπει να δούμε, γιατί η Τουρκία επιμένει τόσο πολύ στο να αποτρέπει την παρουσία της Κυπριακής Δημοκρατίας στους οργανισμούς που θεωρεί ότι -όχι που θεωρεί, αλλά που έχει το δικαίωμα λόγω του καταστατικού των οργανισμών αυτών- μπορεί να επικαλείται θέμα ομοφωνίας. Η Τουρκία δε μας αναγνωρίζει και αυτό είναι ένα γεγονός το οποίο, δυστυχώς, δεν το έχουμε αναδείξει και δεν το έχουμε λάβει υπόψη μας. Απόδειξη; Το ότι δεχθήκαμε μία χώρα που δε μας αναγνωρίζει να πάρει την ιδιότητα του μέλους προς ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Όπως μας έλεγε και ο φίλος μας ο Μπαϊρού, ο Γάλλος, είναι πρωτάκουστο για μια χώρα που δεν την αναγνωρίζει άλλη χώρα να συγκατατίθεται στο να γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Γι’ αυτό επιμένουμε ότι, αν συνεχίσουμε αυτή την πολιτική, είτε κάνουμε αίτηση για το Συνεταιρισμό για την Ειρήνη είτε όχι, δε θα έχει κανένα αποτέλεσμα πάνω σ’ αυτό το θέμα.

Το Κυπριακό ασφαλώς είναι πρόβλημα κατοχής. Ασφαλώς, είναι πρόβλημα διαμοιρασμού της εξουσίας μεταξύ μίας πλειοψηφούσας κοινότητας και μίας μειοψηφούσας κοινότητας. Είναι όμως ταυτόχρονα και πολύ πιο καθοριστικό ως γεωπολιτικό, γεωστρατηγικό πρόβλημα στην περιοχή. Και πρέπει να αναλύσουμε τι σημαίνει, όταν η Τουρκία λέει ότι η λύση δε θα αλλοιώσει τις ισορροπίες στην εξωτερική περιοχή της Κύπρου και δε θα επιτρέψει να δοθούν πλεονεκτήματα σε οποιαδήποτε άλλη χώρα, κυρίως στην Ελλάδα, διότι θεωρεί ότι ο γεωστρατηγικός χώρος της Κύπρου έχει, και με την προηγούμενη πολιτική της και με τις συμφωνίες του ’60, διαμοιραστεί ουσιαστικά μεταξύ Τουρκίας και Μεγάλης Βρετανίας. Αυτή τη λογική θέλει να επιβεβαιώσει με το να αποκλείσει και να αποκλείει συνεχώς την Κύπρο από οποιοδήποτε οργανισμό, για να την κρατεί ως όμηρο και σιγά σιγά να υποσκάπτει την κρατική μας υπόσταση μέχρι να φτάσει στη δημιουργία, με παρθενογένεση, ενός άλλου κράτους το οποίο θα ελέγχει, για να μπορέσει να επιβάλλει τη δική της πολιτική στην περιοχή.

Οι αναφορές ότι ο Τάσσος Παπαδόπουλος είπε για το Συνεταιρισμό για την Ειρήνη δεν είναι σωστές. Είπε για το ΝΑΤΟ ότι, αν η Κύπρος μπει, θα είναι στρατιώτης και η Τουρκία συνταγματάρχης.

Επίσης, θα πρέπει να έχουμε αντιληφθεί ότι, αν βρεθούμε σ’ αυτό που περιγράφηκε προηγουμένως, ότι δηλαδή θα είμαστε οι μόνοι που θα αντιδράσουμε σε πολεμικές συρράξεις που θα συμμετέχουν οι σαράντα επτά χώρες μέλη του Συνεταιρισμού για την Ειρήνη, και κάποιες από αυτές είναι και του ΝΑΤΟ, τότε θα είναι τραγικό, γιατί, αν με όλους διαφωνούμε, τότε ποιος θα μας βοηθήσει; Και αυτό το οποίο πρέπει να διακρίνουμε -και πιστεύω ότι είναι εδώ που χρειάζεται το ΑΚΕΛ να διαμορφώσει μια συγκεκριμένη πολιτική- είναι ο διαχωρισμός μεταξύ της στυγνής εξωτερικής πολιτικής, που δεν επιτρέπει συναισθηματισμούς, που δεν αφήνει τα πράγματα να κυλήσουν όπως θα θέλαμε να κυλήσουν, αλλά επιβάλλει κάποιες, καμιά φορά, αδυσώπητες ανάγκες και πραγματικότητες, και της εσωτερικής πολιτικής που πρέπει να αναπτύσσουν οι πολιτικές δυνάμεις.

Η κυβέρνηση έχει χρέος να χειριστεί υπεύθυνα, ρεαλιστικά και σχεδιασμένα την εξωτερική πολιτική. Οι πολιτικές δυνάμεις έχουν χρέος να αναπτύξουν και το αντιπολεμικό ρεύμα και να στηρίξουν την ανάγκη συμφιλίωσης και ειρήνης στο λαό, για να είναι απάντηση σ’ αυτούς που σχεδιάζουν τους πολέμους και τις επεμβάσεις. Αν αφεθούμε στο να διαγράψουμε μια πολιτική που να επιβάλλει στην εξωτερική μας πολιτική το συναισθηματισμό, τότε η Κύπρος, δυστυχώς, θα πάει πιο πίσω από πλευράς ουσίας, από πλευράς προώθησης των συμφερόντων της.

Για να τελειώσω, θα πρέπει να πω ότι σ’ αυτή την άλλη πολιτική, μέσα στην οποία πρέπει να εντάξουμε και την αίτηση για ένταξη στο Συνεταιρισμό για την Ειρήνη, θα πρέπει να συμπεριλάβουμε και ένα σχεδιασμό που αφορά την παρουσία και το ρόλο μας στη Μέση Ανατολή, κυρίως, για να προασπίσουμε τα συμφέροντά μας όσον αφορά την οικονομική μας ζώνη, τη δυνατότητα ανάπτυξης των ερευνών για υδρογονάνθρακες και τους οποιουσδήποτε συσχετισμούς μπορούν να γίνουν στην περιοχή. Η κρίση του Λιβάνου απέδειξε ότι μπορεί η Κύπρος να διαδραματίσει πολύ σημαντικό ρόλο στην περιοχή. Χρειάζεται όμως σχεδιασμός και κυρίως χρειάζεται μια πλήρης εναρμόνιση με την Ελλάδα και σχεδιασμός που, δυστυχώς, ουσιαστικά αποχώρησε από τη Μέση Ανατολή και έχει συγκεντρωθεί στα Βαλκάνια.