ΟΙ ΑΠΟΨΕΙΣ ΜΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΩΝ ΒΡΕΤΑΝΙΚΩΝ ΒΑΣΕΩΝ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΜΙΑ ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΗ ΜΟΥ ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ.
ΘΕΜΑ: ΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΒΡΕΤΑΝΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΟΠΩΣ ΑΥΤΕΣ ΑΠΟΡΡΕΟΥΝ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΝΘΗΚΗ ΕΓΚΑΘΙΔΡΥΣΗΣ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΚΗ ΛΗΨΗΣ ΚΑΘΕ ΠΡΟΣΦΟΡΟΥ ΝΟΜΙΚΟΥ ΜΕΤΡΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΩΝ ΟΦΕΙΛΟΜΕΝΩΝ
Α. Υποχρεώσεις Οι Οποίες Προκύπτουν Από Τις Πρόνοιες Του Appendix R Της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης Της Κυπριακής Δημοκρατίας
Εν πρώτοις, σημειώνεται ότι οι σχετικές πρόνοιες αποτελούν καθ’ όλα (τύποις και ουσία) διεθνή συμφωνία.[1] Ο τύπος της συμφωνίας αυτής είναι η “ανταλλαγή επιστολών οι οποίες αποτελούν συμφωνία” και φέρει τον τίτλο:
“Exchange of notes constituting an agreement concerning financial assistance to the Republic of Cyprus, relative to the Treaty of 16 August 1960 concerning the Establishment of the Republic of Cyprus.”
Οι δύο επιστολές αυτές αποτελούν το Appendix R της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας και παρουσιάζονται συνημμένες, (α’) στο Σημείωμα αυτό. Σημειώνεται, μάλιστα, ότι η Συμφωνία αυτή κατατέθηκε στην Γραμματεία των Ηνωμένων Εθνών, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 102 παράγραφος 1 του Καταστατικού Χάρτη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, και δημοσιεύεται στον τόμο 382 (1960) του United Nations Treaty Series, στις σελ. 231-237.
Η Συμφωνία αυτή, λοιπόν, προβλέπει την καταβολή, εν είδει δωρεάς, από το Ηνωμένο Βασίλειο προς την Κυπριακή Δημοκρατία, ενός ποσού £12εκ. Κύπρου, για την πρώτη πενταετία ίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Επιπλέον, η Συμφωνία αυτή επιβάλλει την υποχρέωση διεξαγωγής διαβουλεύσεων μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, πριν τη λήξη της πρώτης πενταετίας, για την αναθεώρηση του ύψους της δωρεάς και για κάθε επόμενη πενταετία, λαμβάνοντας υπ’ όψιν όλους τους σχετικούς παράγοντες. Σημειώνεται ότι, από την γραμματική ερμηνεία, μάλιστα, της υποπαραγράφου (c) του Appendix R, προκύπτει ότι οι οικονομικές υποχρεώσεις του Ηνωμένου Βασιλείου θεωρούνται δεδομένες, με τρόπο, ώστε οι διαβουλεύσεις θα είχαν σκοπό μόνο τον καθορισμό του ύψους της δωρεάς για την κάθε επόμενη πενταετία.
Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου ικανοποίησε τις οικονομικές υποχρεώσεις της αυτές για τα πρώτα πέντε χρόνια της εγκαθίδρυσης του Κυπριακού κράτους. Συγκεκριμένα, η Κυβέρνηση της Μεγάλης Βρετανίας κατέβαλε στην Κυπριακή Δημοκρατία το ποσό των £12εκ. ως ακολούθως:
(α) κατέβαλε στην Κυπριακή Κυβέρνηση £2εκ., στις 22 Αυγούστου 1960, και £2εκ., στις 25 Ιανουαρίου 1961, για την περίοδο 1960-61∙
(β) κατέβαλε στην Κυπριακή Κυβέρνηση £0,75εκ., στις 4 Ιουλίου 1961, £0,75εκ., στις 12 Αυγούστου 1961, και £1,5εκ., στις 10 Ιανουαρίου 1962, για την περίοδο 1961-62∙
(γ) κατέβαλε στην Κυπριακή Κυβέρνηση £1εκ., στις 4 Σεπτεμβρίου 1962 και £1εκ., τον Ιανουάριο του 1963, για την περίοδο 1962-63∙ και
(δ) κατέβαλε στην Κυπριακή Κυβέρνηση £1,5εκ., στις 9 Ιουλίου 1963, για την περίοδο 1963-64∙ και
(ε) κατέβαλε στην Κυπριακή Κυβέρνηση άλλο £1,5εκ., στις 10 Μαρτίου 1965, για την περίοδο 1964-65.
Πριν την λήξη της σχετικής προθεσμίας, και στην απαίτηση της Κυπριακής Δημοκρατίας για έναρξη διαβουλεύσεων για καθορισμό του ποσού για την δεύτερη πενταετία, η Βρετανική Κυβέρνηση υπέβαλε προς το Υπουργείο Εξωτερικών, στις 24 Μαρτίου 1965, ένα Aide Memoire, με το οποίο ανεγνώριζε μεν τις προβλεπόμενες από την υποπαράγραφο (c) του Appendix R οικονομικές υποχρεώσεις της, προτείνοντας την έναρξη διαβουλεύσεων. Ταυτοχρόνως, όμως, η Βρετανική Κυβέρνηση βρήκε την ευκαιρία να επικαλεστεί, σαν πρόφαση, την πολιτική κατάσταση στην Κύπρο και προέβαλλε ως όρο την απαίτηση ότι η οικονομική βοήθειά της πρέπει να αξιοποιείται προς όφελος και για λογαριασμό ολοκλήρου του λαού της Κύπρου, (δηλαδή Ελληνοκυπρίους και Τουρκοκυπρίους, οι οποίοι, όμως, είχαν, στο μεταξύ, αποχωρήσει από την εκτελεστική και την νομοθετική εξουσία).
Έτσι, οι προβλεπόμενες διαβουλεύσεις δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ, παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις του Υπουργείου Εξωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Αργότερα, το θέμα τέθηκε σε υψηλότατο επίπεδο στην Κυπριακή Κυβέρνηση∙ υποβλήθηκε σχετική πρόταση προς το Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο με τις αποφάσεις του 9014 και 9310 της 4 Σεπτεμβρίου και της 29 Δεκεμβρίου 1969, αντιστοίχως, εξουσιοδότησε τον Υπουργό Εξωτερικών να εγείρει το ζήτημα της οικονομικής βοηθείας για την δεύτερη πενταετία, στους Βρετανούς.
Το θέμα ηγέρθη προς τον Ύπατο Αρμοστή του Ηνωμένου Βασιλείου στην Κύπρο (Sir Peter Ramsbotham) αλλά και προς τον τότε Υπουργό Εξωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου∙ σε συνάντηση των Υπουργών Εξωτερικών Σπύρου Κυπριανού και Michael Stewart, (Secretary of State for Foreign and Commonwealth Affairs), ο πρώτος ζήτησε, τον Απρίλιο του 1970, την άμεση έναρξη διαβουλεύσεων μεταξύ των δύο Χωρών για τον καθορισμό των οικονομικών υποχρεώσεων του Ηνωμένου Βασιλείου, οι οποίες προκύπτουν από το Appendix R.
Ο Ύπατος Αρμοστής του Ηνωμένου Βασιλείου στην Κύπρο υποστήριξε ότι η Κυβέρνησή του δεν έχει καμία νομική υποχρέωση προς την Κύπρο για καταβολή οικονομικής βοήθειας, και ότι, εν πάση περιπτώσει, οι οικονομικές υποχρεώσεις του Ηνωμένου Βασιλείου προς την Κύπρο εξουδετερώνονται από τις οικονομικές υποχρεώσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας προς το Ηνωμένο Βασίλειο (αγορά-αξιοποίηση του ακινήτου του στρατοπέδου Golden Sands στην Κύπρο από την Κυπριακή Δημοκρατία, το οποίο ανήκε στην κυριότητα του Υπουργείου Πολέμου του Ηνωμένου Βασιλείου), και ακόμα, ότι το ποσό της πρώτης πενταετίας παραχωρήθηκε προς την οικονομικώς αδύνατη νεοσύστατη Κυπριακή Δημοκρατία - η σημερινή (1971) οικονομική κατάστασή της, υποστήριξαν οι Βρετανοί, δεν δικαιολογεί την συνέχεια καταβολής τέτοιας βοήθειας.
Παρ’ όλες αυτές τις προφάσεις, οι δύο πλευρές φαίνεται ότι προετοίμαζαν εαυτούς και αλλήλους για την έναρξη διαβουλεύσεων, οι οποίες, όμως, και πάλιν δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ, λόγω της δεινής πολιτικής κατάστασης στην Κύπρο του 1971, αλλά και λόγω των τεταμένων σχέσεων των Κυβερνήσεων Κύπρου και Ελλάδας.
Παρ’ όλα αυτά, οι προσπάθειες της Κυπριακής Κυβέρνησης δεν σταμάτησαν και σε κάποιο στάδιο ζητήθηκαν οι απόψεις του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. Ο Γενικός Εισαγγελέας της Κυπριακής Δημοκρατίας, θεωρεί, με επιστολή του, της 6 Οκτωβρίου 1972, και με άλλη της 23 Αυγούστου 1979, ότι, από νομικής άποψης, η υποχρέωση του Ηνωμένου Βασιλείου είναι αδιαμφισβήτητη και ότι το μόνο που απέμενε ήταν ο καθορισμός της έκτασης-ύψους της βοήθειας, σύμφωνα με τις πρόνοιες της παραγράφου (c) των σχετικών επιστολών.
Έτσι, η Κυπριακή Κυβέρνηση επανήλθε, πλείστες τόσες φορές, μέχρι και το 1974, στο ζήτημα της διεξαγωγής διαβουλεύσεων για τον καθορισμό του ποσού για τις επόμενες πενταετίες, εγείροντας το ζήτημα αυτό, σχεδόν σε κάθε συνάντηση με Βρετανούς διπλωμάτες και αξιωματούχους.
Μετά από νέα συνάντηση του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εξωτερικών με τον Ύπατο Αρμοστή, στις 28 Ιανουαρίου 1974, στην οποία ο κος Βενιαμίν μετέφερε στον Βρετανό διπλωμάτη τη νέα απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου 13.025, της 24 Ιανουαρίου 1974, ο ίδιος ο Πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου (Harold Wilson) έγραψε επιστολή προς τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, με ημερομηνία 29 Απριλίου 1974, στην οποία του ανέφερε ότι το ίδιο το Ηνωμένο Βασίλειο αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα∙ ότι, χρειάζονταν κάποιο χρόνο για να αρχίσουν διαβουλεύσεις για το Appendix R και του αντιπρότεινε άμεσες διαπραγματεύσεις για την κυριότητα του στρατοπέδου Wolseley Barracks. Και πάλιν, όμως, οι διαπραγματεύσεις αυτές δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ.
Μετά την Τουρκική εισβολή του 1974, ο αναπληρών στην άσκηση του λειτουργήματός του τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, κος Γλαύκος Κληρίδης, και οι Υπουργοί Εξωτερικών και Οικονομικών απεφάσισαν έτσι, ώστε οι δύο τελευταίοι να επισκέπτονταν το Λονδίνο για να θέσουν, εκ νέου, το ζήτημα. Οι συναντήσεις πραγματοποιήθηκαν στις 15 Νοεμβρίου 1974, στο Λονδίνο, και οι Βρετανοί Αξιωματούχοι υποσχέθηκαν να απαντήσουν συντόμως στις οικονομικές απαιτήσεις της Κυπριακής Κυβέρνησης.
Παρ’ όλες τις υποσχέσεις, και μολονότι το ζήτημα εγείρετο σχεδόν σε κάθε συνάντηση με Βρετανούς διπλωμάτες και αξιωματούχους και παρ’ όλο ότι, ακόμα, στάλθηκε πραγματική σωρεία επιστολών, μερικές αρκετά αυστηρές για το ζήτημα προς την Βρετανική Ύπατη Αρμοστεία στην Κύπρο, εντούτοις δεν δόθηκε καμμία απάντηση, μέχρι και τις 18 Ιανουαρίου 1978, (μάλιστα οι Βρετανοί κατέφευγαν σε γελοίες προφάσεις∙ μία από τις οποίες ήταν ότι έχουν καταλήξει στην απόφαση για εκπλήρωση των οικονομικών υποχρεώσεών τους και παραμένει μόνο να κάνουν τους σχετικούς μαθηματικούς υπολογισμούς).
Αντί, όμως, εκπλήρωσης των υποχρεώσεών τους, στην συνάντηση της 18 Ιανουαρίου 1978, ο Ύπατος Αρμοστής του Ηνωμένου Βασιλείου στην Κύπρο, Donald Gordon, ζήτησε επιπρόσθετες περιοχές των προβλεπομένων από την Συνθήκη Εγκαθίδρυσης ασκήσεων για τα Βρετανικά στρατεύματα στην Κύπρο. Οι Βρετανοί ζήτησαν οι περιοχές αυτές να είναι αρκετές σε έκταση, ώστε να ανταποκρίνονται στις εύλογες ανάγκες των αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου, οι οποίες θα γνωστοποιούνται από καιρού εις καιρόν στις αρχές της Δημοκρατίας.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τις πρόνοιες της Συμφωνίας, η οποία επιτεύχθηκε δι’ ανταλλαγής Επιστολών, με ημερομηνίες 16 Νοεμβρίου και 5 Δεκεμβρίου 1979, μεταξύ του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εξωτερικών, Γεωργίου Πελαγία, και του Υπάτου Αρμοστή της Βρετανίας στην Κύπρο, Peregrine Rhodes, οι Βρετανοί δικαιούνται να πραγματοποιούν ασκήσεις στις περιοχές Αυδήμου, Μελάντας, και Σωτήρας.
[Στη συνέχεια, οι Βρετανοί, αντί άλλης απαντήσεως στις επανειλημμένες οχλήσεις της Κυπριακής Κυβέρνησης, για έναρξη διαβουλεύσεων, πρότειναν, στις αρχές Ιουνίου 1978, την σύναψη μακροπρόθεσμου δανείου ύψους £7,5εκ., για 25 έτη, με επιτόκιο 6%].
Η Κυπριακή Κυβέρνηση δέχθηκε ευγενικά την προσφορά αυτή, χωρίς, ωστόσο, να υπάρξει ποτέ συμφωνία για το δάνειο αυτό και δηλώνοντας επίσημα και κατηγορηματικά, (με Ρηματική Διακοίνωση, 14 Ιουνίου 1978), ότι θεωρεί ότι η προσφορά αυτή του Ηνωμένου Βασιλείου δεν έχει καμιά σχέση με τις οικονομικές υποχρεώσεις του από το Appendix R, ή τις άλλες οικονομικές υποχρεώσεις του έναντι της Κύπρου, για τις παρεχόμενες διευκολύνσεις τις οποίες απολαμβάνουν οι Αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Το δάνειο αυτό δεν συνομολογήθηκε ποτέ, μολονότι υπήρξε σχετική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου -χωρίς αυτό να συνδέεται, όμως, με την απαλλαγή των Βρετανών από τις οικονομικές τους υποχρεώσεις- και παρ’ όλο ότι οι Βρετανοί πρότειναν, πολλές φορές στην συνέχεια, την σύναψή του.
Αυτή δεν ήταν, ασφαλώς, παρά μόνο η αρχή μίας εξευτελιστικής προσφοράς, από την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την δεινή κατάσταση στην οποία περιήλθε η Κυπριακή οικονομία μετά το 1974. Δεν έφτανε μόνο αυτό∙ ο Ύπατος Αρμοστής του Ηνωμένου Βασιλείου έστειλε επιστολή προς τον Υπουργό Οικονομικών, Ανδρέα Πατσαλίδη, στις 3 Νοεμβρίου 1978, με την οποία δήλωνε ότι η Βρετανική Κυβέρνηση θεωρεί ότι με το δάνειο αυτό εκπληρώνει τις οικονομικές υποχρεώσεις της από το Appendix R της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης, μέχρι και την σύναψη του δανείου.
Αργότερα, σε συναντήσεις του Υπουργού Εξωτερικών, κου Νίκου Ρολάνδη, με τον Βρετανό Σφραγιδοφύλακα, Lord Ian Gilmour (Privy Seal Office) και τον Βρετανό Υπουργό Εξωτερικών, Lord Peter Carrington, στις 19 Ιουνίου 1979, η Βρετανική Κυβέρνηση προχώρησε ένα βήμα παραπέρα∙ ανέφεραν στον Κύπριο Υπουργό ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δεν έχει καμμία οικονομική υποχρέωση από το Appendix R της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης και ότι υπάρχουν διαφορετικές ερμηνείες των δύο Κυβερνήσεων για το ζήτημα, (μέχρι του σημείου αυτού δέχονταν ότι υπήρχαν οικονομικές υποχρεώσεις από το Appendix R, και επικαλούνταν άλλους λόγους για την καθυστέρηση έναρξης των σχετικών διαβουλεύσεων). Έτσι, τώρα, αρνήθηκαν ακόμα και την σύσταση επιτροπών για έναρξη διαβουλεύσεων, διότι αυτό θα υποδηλούσε ότι αναγνωρίζουν την ύπαρξη οικονομικών υποχρεώσεων του Ηνωμένου Βασιλείου.
Τις θέσεις αυτές αναφέρει και Ρηματική Διακοίνωση της Βρετανικής Υπάτης Αρμοστείας προς το Υπουργείο Εξωτερικών, με ημερομηνία 13 Αυγούστου 1979∙ η Βρετανική Κυβέρνηση θεωρεί ότι με το προταθέν δάνειο εκπληρώνει τις οικονομικές υποχρεώσεις της από το Appendix R της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης, μέχρι και την σύναψη του δανείου, και ότι η σύσταση επιτροπών για έναρξη διαβουλεύσεων δεν ενδείκνυται, αφού αυτό θα υποδηλούσε ότι αναγνωρίζεται η ύπαρξη οικονομικών υποχρεώσεων του Ηνωμένου Βασιλείου προς την Κυπριακή Δημοκρατία.
Η Κυπριακή Κυβέρνηση, παρ’ όλα αυτά, επέμεινε στις δικές της θέσεις∙ σε συνάντηση του Υπουργού Εξωτερικών με τον Βρετανό Ύπατο Αρμοστή, στις 11 Ιουλίου 1980, ο πρώτος επέδωσε στον δεύτερο Aide Memoire με τους υπολογισμούς της Κυπριακής Κυβέρνησης για τις οικονομικές υποχρεώσεις της Βρετανικής Κυβέρνησης, από το Appendix R της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης. Το ύψος των υποχρεώσεων αυτών, για τις 3 πενταετίες από το ’65 μέχρι το ’80, ανερχόταν σε £82,920,000∙ επιπλέον, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις οικονομικές ανάγκες της Κύπρου, για την περίοδο μετά την εισβολή, (“…taking all factors into account, including the financial requirements of the Government of the Republic…”), τότε υπολογίζεται επιπρόσθετη (πέραν των £82,920,000) υποχρέωση για χορηγία ύψους, περίπου, £100εκ. Μάλιστα, σε Παράρτημα του Aide Memoire αυτού παρουσιάζεται ο τρόπος υπολογισμού, από το Υπουργείο Οικονομικών της Κυπριακής Δημοκρατίας, των ποσών αυτών.
Στην συνέχεια, σε νέα συνάντηση του Υπουργού Εξωτερικών, κου Νίκου Ρολάνδη, με τον Βρετανό Σφραγιδοφύλακα, Lord Ian Gilmour, στο Λονδίνο, στις 22 Δεκεμβρίου 1980, συμφωνήθηκε η έναρξη ανεπισήμων συνομιλιών, στην Βρετανική πρωτεύουσα, για το ζήτημα αυτό. Παρ’ όλα αυτά, πριν περάσει καλά-καλά ένας μήνας, ο Ύπατος Αρμοστής της Βρετανίας στην Κύπρο, Peregrine Rhodes, ενημέρωσε σε νέα συνάντηση με τον κον Ρολάνδη, στις 26 Ιανουαρίου 1981, ότι δεν αναγνωρίζουν τις απαιτήσεις μας αυτές και ότι διαβουλεύσεις θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν μόνο για διευκρινίσεις και μελέτη του ζητήματος.
Οι επίσημες θέσεις της Βρετανικής Κυβέρνησης καταγράφονται σε Aide Memoire, το οποίο επιδόθηκε στον Ύπατο Αρμοστή της Κυπριακής Δημοκρατίας στο Λονδίνο, στις 12 Φεβρουαρίου 1981, ότι η Βρετανική Κυβέρνηση:
(α) θεωρεί ότι με το προταθέν δάνειο εκπληρώνει τις οικονομικές υποχρεώσεις της από το Appendix R της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης, μέχρι και την σύναψη του δανείου∙
(β) εύχεται να προσδιοριστούν σύντομα έργα, για την χρήση του δανείου αυτού, αλλά και τα έργα αυτά να είναι προς όφελος και των δύο κοινοτήτων της νήσου∙
(γ) έχει ήδη συμβάλει στην οικονομική ανάπτυξη της νήσου μέσω του Προγράμματος Τεχνικής Συνεργασίας, και μέσω του Γραφείου του Υπάτου Αρμοστή του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες στην Κύπρο, και μέσω προγραμμάτων ανακούφισης προσφύγων στην Κύπρο (σύνολο £2.5εκ. Αγγλίας), και μέσω συνεισφοράς αλλά και στελεχών στην UNFICYP (άλλα £75εκ. Αγγλίας από της εγκαθίδρυσής της, τον Μάρτιο του 1964, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων καταναλώθηκε στην Κύπρο ως ξένο συνάλλαγμα)∙
(δ) με αυτή καθ’ εαυτή την παρουσία των Βρετανικών Βάσεων στην Κύπρο, η τελευταία ωφελείται με την εισροή ξένου συναλλάγματος στο νησί (άλλα περίπου £40εκ. Αγγλίας, κάθε χρόνο)∙ και, ακόμα,
(ε) θεωρεί ότι η ενεργός υποστήριξη της Βρετανικής Κυβέρνησης προς τις προσπάθειες του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ για επίτευξη λύσης στο Κυπριακό πρόβλημα, μέσω των δικοινοτικών συνομιλιών, αποτελεί ένα επιπρόσθετο τρόπο συμβολής στο γενικό καλό της Κύπρου∙ και, τέλος
(στ) είναι πρόθυμη να συζητήσει τα αναφερθέντα στοιχεία και να δώσει επιπρόσθετες διευκρινίσεις.
Έτσι, στις 15 Μαΐου 1981, πραγματοποιήθηκε, στο Λονδίνο, η πρώτη συνάντηση αντιπροσωπειών των δύο πλευρών (Γενικός Εισαγγελέας, Κρίτων Τορναρίτης, Ύπατος Αρμοστή της Κυπριακής Δημοκρατίας στο Λονδίνο, Τάσος Παναγίδης, Γραμματέας της Κυπριακής Υπάτης Αρμοστείας, κα Μύρνα Κλεόπα και Επικεφαλής Νοτίου Ευρώπης στο Βρετανικό Υπουργείο Εξωτερικών, Timothy Daunt, Βοηθός στο Βρετανικό Υπουργείο Εξωτερικών, Derek Plumbley, και Νομικός Σύμβουλος στο Βρετανικό Υπουργείο Εξωτερικών, Anthony Aust).
Η Κυπριακή αντιπροσωπεία εξήγησε, κατ’ αρχάς, τις νομικές θέσεις της∙ ο Νομικός Σύμβουλος στο Βρετανικό Υπουργείο Εξωτερικών ανταπάντησε ότι πράγματι οι επιστολές αποτελούν διεθνή Συμφωνία κατά το διεθνές δίκαιο, όμως, τίθεται:
(α) ζήτημα ερμηνείας της υποπαραγράφου (c) του Appendix R, οι πρόνοιες του οποίου αφήνουν το ζήτημα στην αποκλειστική διάκριση του Ηνωμένου Βασιλείου, πρώτον, αν θα δώσει οποιαδήποτε βοήθεια, και, δεύτερον, το ύψος της βοήθειας αυτής αν αποφασίσει να δώσει∙ και, ακόμα,
(β) ότι, εν πάση περιπτώσει, η Κυπριακή πλευρά δύναται να γνωρίσει στην Βρετανική ποιους συγκεκριμένους παράγοντες νομίζει αυτή ότι το Ηνωμένο Βασίλειο πρέπει να λαμβάνει υπ’ όψιν, κατά τον κυριαρχικό τρόπο, από την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, μόνη, για καθορισμό του ποσού.
Στις 28 Μαΐου 1981, πραγματοποιήθηκε, στο Λονδίνο, η δεύτερη συνάντηση μεταξύ των αντιπροσωπειών των δύο πλευρών. Η Κυπριακή πλευρά αναφέρθηκε στους συγκεκριμένους παράγοντες, οι οποίοι πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν για τον καθορισμό του ποσού (εκείνοι οι οποίοι αναφέρονται στο αναφερθέν Παράρτημα του Υπουργείου Οικονομικών) και στις παρεχόμενες διευκολύνσεις, τις οποίες απολαμβάνουν οι Αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Οι Βρετανοί απάντησαν ότι (α) οι απαντήσεις του παρουσιάζονται στο Aide Memoire, το οποίο επιδόθηκε στον Ύπατο Αρμοστή της Κυπριακής Δημοκρατίας στο Λονδίνο, στις 12 Φεβρουαρίου 1981∙ και (β) ότι οι απαιτήσεις για τις παρεχόμενες διευκολύνσεις, τις οποίες απολαμβάνουν οι Αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι νομικώς αβάσιμες και ότι η Συνθήκη Εγκαθίδρυσης δεν προβλέπει τέτοιες αποζημιώσεις.
Η Κυπριακή πλευρά ανταπάντησε ότι η Κυπριακή Δημοκρατία τηρεί όλες τις υποχρεώσεις της έναντι των Βρετανικών Βάσεων στην Κύπρο, μολονότι, από το 1974, είναι ημικατεχόμενη, και ότι δεν έθεσε, παρά τις μεγάλες εσωτερικές πιέσεις ζήτημα παρουσίας των Βρετανικών Βάσεων στην Κύπρο.
Η Βρετανική πλευρά αντιπρότεινε την σύναψη του αναφερθέντος μακροπρόθεσμου δανείου ύψους £7,5εκ.
Οι δύο πλευρές συμφώνησαν ότι το ζήτημα πρέπει να τεθεί σε πολιτικό επίπεδο.
Έτσι, το ζήτημα τέθηκε από τον Υπουργό Εξωτερικών, κον Νίκο Ρολάνδη, προς τον Υπουργό και τον Υφυπουργό Εξωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου, Francis Pym και Lord John Julian Ganzoni Belstead, αντιστοίχως, σε συναντήσεις τους στο Λονδίνο, στις 6 Μαΐου 1982, αλλά και από τον ίδιο τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Σπύρο Κυπριανού, προς την Πρωθυπουργό και τον Υπουργό Εξωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου, καν Margaret Thatcher, και Lord Geoffrey Howe, αντιστοίχως, σε συναντήσεις τους στο Λονδίνο, στις 26 Ιουλίου 1983. Οι συναντήσεις αυτές δεν παρουσίασαν οποιαδήποτε εξέλιξη στο ζήτημα∙ αμφότερες οι πλευρές παρέμειναν αμετακίνητες στις αναφερθείσες θέσεις τους.
Παρ’ όλα αυτά, σημειώνουμε τις αρνητικές παραινέσεις του Υφυπουργού Εξωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου, Lord John Julian Ganzoni Belstead, προς τον Κύπριο Υπουργό Εξωτερικών, για πρόκληση του δημοσίου αισθήματος στην Κύπρο και για ενδεχόμενη προσφυγή, και παραπομπή του ζητήματος, στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, κρύβουν, ίσως, τις φοβίες της Βρετανικής πλευράς. Σημειώνουμε ότι οι πρόνοιες του άρθρου 36[2] του Καταστατικού του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης επιτρέπουν στην Κυπριακή Κυβέρνηση να προσφύγει σε αυτό ζητώντας την εκδίκαση της υποθέσεως∙ αμφότερες οι Χώρες έχουν αποδεχθεί την αναγκαστική δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, στα ζητήματα τα οποία αναφέρουν οι πρόνοιες της παραγράφου 2 του άρθρου 36:
“…2. The states parties to the present Statute may at any time declare that they recognize as compulsory ipso facto and without special agreement, in relation to any other state accepting the same obligation, the jurisdiction of the Court in all legal disputes concerning:
a. the interpretation of a treaty;
b. any question of international law;
c. the existence of any fact which, if established, would constitute a breach of an international obligation;
d. the nature or extent of the reparation to be made for the breach of an international obligation.”
Αλλά και στην συνέχεια, το ζήτημα τέθηκε από τον Υπουργό Εξωτερικών, κον Γιώργο Ιακώβου, προς την Υφυπουργό Εξωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου, Βαρώνη Janet Young, σε συνάντησή τους στην Κύπρο, στις 21 Οκτωβρίου 1983∙ αμφότερες οι πλευρές επανέλαβαν τις αναφερθείσες αμετακίνητες θέσεις τους. Αυτή υπήρξε, δυστυχώς η τελευταία φορά κατά την οποία ηγέρθηκε το ζήτημα αυτό σε Βρετανούς αξιωματούχους ή διπλωμάτες.
Β. Διευκολύνσεις Τις Οποίες Απολαμβάνουν Οι Αρχές Του Ηνωμένου Βασιλείου Στο Έδαφος Της Κυπριακής Δημοκρατίας
Πέραν, όμως, και ανεξαρτήτως των οικονομικών υποχρεώσεων, οι οποίες προκύπτουν από το Appendix R της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης, η Κυπριακή Κυβέρνηση ήγειρε το ζήτημα της έναρξης διαβουλεύσεων για τον καθορισμό των χρηματικών αντιτίμων για τις παρεχόμενες διευκολύνσεις,[3] τις οποίες απολαμβάνουν οι Αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, καθώς και τα συνακόλουθα διαφυγόντα κέρδη της τελευταίας, λόγω της παροχής των διευκολύνσεων αυτών.
Οι διευκολύνσεις αυτές συμπεριλαμβάνουν π.χ. την χρήση των Κυπριακών λιμένων, του Κυπριακού εναερίου Χώρου, την χρήση συχνοτήτων, των οδικών δικτύων, του ηλεκτρικού ρεύματος, του νερού, των επικοινωνιών, των τηλεοπτικών, των ταχυδρομικών και τηλεγραφικών υπηρεσιών, ενοίκιο για χρήση των κρατικών γαιών στις περιοχές διακατοχής, φορολογικές ατέλειες, απώλεια τελωνειακών προσόδων, κτλ.[4]
Είχε ζητηθεί, μάλιστα, κατ’ επανάληψη, από το Υπουργείο Εξωτερικών, από όλες τις δημόσιες υπηρεσίες και τα άλλα Υπουργεία του Κράτους, κατάλογος των παρεχομένων διευκολύνσεων αυτών, καθώς και εκτίμηση του ύψους της σχετικής αποζημίωσης, σημειώνεται ότι στα αρχεία των άλλων Υπουργείων, του Εξωτερικών συμπεριλαμβανομένου, υπάρχουν αρκετοί τέτοιοι κατάλογοι και εκτιμήσεις ποσών από διάφορες παρεχόμενες υπηρεσίες προς τις Αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου στην Κύπρο.
Στο σημείο αυτό, σημειώνεται ότι έχει αναφερθεί και ο ισχυρισμός ότι οι οικονομικές υποχρεώσεις, οι οποίες προκύπτουν από το Appendix R της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας, συνδέονται με τις παρεχόμενες διευκολύνσεις, τις οποίες απολαμβάνουν οι Αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, με σχέση αιτίου και αποτελέσματος. Ότι, δηλαδή, η οικονομική βοήθεια, του Appendix R της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης, προβλέπεται λόγω των, επίσης, προβλεπομένων διευκολύνσεων και υπηρεσιών.
H ερμηνεία αυτή είναι, κατά την γνώμη μας, λανθασμένη, και, οπωσδήποτε, αντίθετη με ρητές πρόνοιες της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας, (βλ. supra, υποσημείωση 2).
Σημειώνεται, πάντως, ότι τεκμηριωμένη νομική γνωμάτευση μπορεί να σχηματιστεί αφού μελετηθούν τα αρχεία της Μικτής Επιτροπής του Λονδίνου και τα προπαρασκευαστικά της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης έγγραφα, ιδίως για τον καθορισμό του σκοπού και των περιστάσεων υπό τις οποίες συνομολογήθηκε η σχετική Συμφωνία, ώστε να μπορούμε να αντιμετωπίσουμε κάθε τέτοιο ισχυρισμό, ότι το ένα ζήτημα συνδέεται με το άλλο, ή ότι το ένα προβλέπεται ή προκαλεί το άλλο.
O Γενικός Εισαγγελέας της Κυπριακής Δημοκρατίας, θεωρεί, με επιστολή του, της 17 Μαΐου 1980, ότι στην Συνθήκη Εγκαθίδρυσης εφαρμόζεται η αρχή ότι αυτή πρέπει να ερμηνεύεται ως ενιαίο και αδιαίρετο νομικό κείμενο∙ η υποχρέωση του Ηνωμένου Βασιλείου είναι αδιαμφισβήτητη μεν, και ότι το μόνο που απομένει είναι ο καθορισμός της έκτασης της βοήθειας, σύμφωνα με τις πρόνοιες της παραγράφου (c) του Appendix R∙ όμως, σημειώνει ότι οι απαιτήσεις της Κυπριακής Κυβέρνησης περιορίζονται μόνο σ’ αυτό και δεν μπορεί να έχει απαιτήσεις για αποζημιώσεις από τις παρεχόμενες διευκολύνσεις.
H σωστή, κατά την άποψή μας, νομική ερμηνεία της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι ότι εφαρμόζονται οι ρητές (επεξηγηματικές) πρόνοιες της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης. Ειδικότερα το Part III, Notes on Documents Annexed (σελ. 9 Λευκής Βίβλου) αναφέρει:
“Payments
13. Part VI of Annex B to the draft Treaty specifies items in respect of which payments will be made by the United Kingdom.”
Αλλά και οι πρόνοιες του Annex B, Part II, Section 8 (σελ. 26-7 Λευκής Βίβλου) επιβάλλουν:
“…7. The United Kingdom authorities, authorised service organisations, United Kingdom personnel, contractors, sutlers and the dependents of any of them shall be permitted to make use of public utilities in the Republic of Cyprus on terms, conditions and charges not less favourable than those available to other non-governmental users.”
Αυτή, μάλιστα, υπήρξε και η ερμηνεία της τότε Κυπριακής Κυβέρνησης. Έτσι, σε συνάντηση του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εξωτερικών, κου Χριστοδούλου Βενιαμίν, με τον Ύπατο Αρμοστή, Stephen Olver, στις 31 Αυγούστου 1973, ο πρώτος επέδωσε στον δεύτερο non-paper με τις απαιτήσεις - χρηματικές αποζημιώσεις για τις παρεχόμενες διευκολύνσεις, τις οποίες απολάμβαναν οι Αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, για την περίοδο 1 Απριλίου 1965 – 31 Μαρτίου 1972, το οποίο αριθμούσε αποζημιώσεις ύψους £64,260,000 και το οποίο προϋπολόγιζε ότι για κάθε νέο έτος, από την 1 Απριλίου 1972 και μετά, οι απαιτήσεις αυτές θα έφταναν το ύψος των £9,643,000.
Η απάντηση των Βρετανών στο non-paper αυτό δόθηκε σε συνάντηση του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εξωτερικών με τον Ύπατο Αρμοστή, στις 4 Ιανουαρίου 1974∙ ότι η Βρετανική Κυβέρνηση συνεχίζει να τιμά τις υποχρεώσεις της από την Συνθήκη Εγκαθίδρυσης∙ ότι, παρ’ όλα αυτά δεν θεωρούσε ότι τα παρουσιασθέντα ποσά και απαιτήσεις ήταν νομικώς βάσιμα∙ και ότι ήταν διατεθειμένη να προχωρήσει στην διεξαγωγή διαβουλεύσεων για τον καθορισμό του ύψους της δωρεάς για τις προβλεπόμενες από την υποπαράγραφο (c) του Appendix R οικονομικές υποχρεώσεις της, προϋποτιθεμένου ότι αμφότερες οι κοινότητες της Κύπρου θα λάμβαναν μέρος στις σχετικές διαβουλεύσεις και ότι και οι δύο θα ευεργετούνταν από τα ποσά αυτά.
Έτσι, το ζήτημα παραπέμφθηκε στο Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο με την απόφασή του με αρ. 13.025 της 24 Ιανουαρίου 1974, αποφάσισε ότι:
(α) η αποδοχή εκ μέρους των Βρετανών διεξαγωγής διαβουλεύσεων για τον καθορισμό του ύψους της δωρεάς για τις προβλεπόμενες από το Appendix R οικονομικές υποχρεώσεις τους, ως απάντηση στις χρηματικές απαιτήσεις για τις παρεχόμενες διευκολύνσεις, τις οποίες απολαμβάνουν οι Αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, αποτελούσε πονηρό ελιγμό και ότι σκοπός τους ήταν να μην καταβάλουν ποτέ οποιοδήποτε ποσό∙ και
(β) πιο σημαντικό από το προηγούμενο, ότι ακόμα και αν διεξαχθούν διαβουλεύσεις για το Appendix R, εντούτοις, δεν εγκαταλείπονται οι οικονομικές απαιτήσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας για τις παρεχόμενες διευκολύνσεις, τις οποίες απολαμβάνουν οι Αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, εκτός εάν η τελευταία θεωρήσει σημαντικό το ύψος της δωρεάς για το πρώτο.
Η απόφαση αυτή είναι πολύ σημαντική επειδή αντιλαμβάνεται ότι άλλο το ένα και άλλο το άλλο, αποδεχόμενη ουσιαστικά τη νομική ερμηνεία της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας που περιγράφεται πιο πάνω.
Γ. Υπολογισμός Του Ύψους Των
Υποχρεώσεων Της Βρετανικής Κυβέρνησης Για Την Περίοδο 1965-2007
Ο τρόπος υπολογισμού των αξιώσεων της Κυπριακής Δημοκρατίας, σύμφωνα με το αναφερθέν σχετικό Σημείωμα του Υπουργείου Οικονομικών, το οποίο αποτελούσε το Παράρτημα του Aide Memoire, το οποίο επιδόθηκε στους Βρετανούς στις 11 Ιουλίου 1980, λαμβάνει υπ’ όψιν ως βάση υπολογισμού, τουλάχιστον την χορηγία της περιόδου 1960 – 65, (σημειώνοντας, παρ’ όλα αυτά, ότι αυτός ο τρόπος δεν συνάδει με τις πρόνοιες “…taking all factors into account…”). Στην συνέχεια, το ποσό αυτό (£12εκ.) αναπροσαρμόζεται αναλόγως των τιμαριθμικών αυξομειώσεων. Έτσι, υπολογίστηκε ότι για τις 3 πενταετίες από το ’65 μέχρι το ’80 το ποσόν αυτό ήταν £82,920,000.
Για τον καθορισμό του ύψους της βοήθειας, πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν όλοι οι σχετικοί παράγοντες, (“…taking all factors into account, including the financial requirements of the Government of the Republic…”). Έτσι, ας πούμε, για την περίοδο μετά την εισβολή, οι οικονομικές ανάγκες της Κύπρου υπήρξαν πολύ αυξημένες. Απόδειξη τούτου υπήρξε η υψηλότατη φορολογία, την οποία είχε επιβάλει το Κυπριακό κράτος την περίοδο μετά την εισβολή, αλλά και ο μεγάλος δανεισμός τον οποίο υποχρεώθηκε να συνάψει για κάλυψη των μεγάλων χρηματοδοτικών αναγκών που προέκυψαν.
Το Υπουργείο Οικονομικών, λοιπόν, καταλήγει ότι, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις οικονομικές ανάγκες της Κύπρου για την περίοδο μετά την εισβολή, τότε πρέπει να δοθεί επιπρόσθετη (πέραν των £82,920,000) χορηγία ύψους, περίπου, £100εκ.
Παραλλήλως, θα πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν η χρονική αξία του χρήματος και ο ρυθμός πληθωρισμού για όλη την χρονική περίοδο, από το 1965 μέχρι σήμερα. Και τα δύο αυτά ενσωματώνονται στο μέσο ονομαστικό επιτόκιο, το οποίο επικρατούσε σε κάθε έτος. Με βάση τα δεδομένα αυτά, και υπολογίζοντας ως μέσο ονομαστικό επιτόκιο το 8%, για την περίοδο 1965-1995, και 6,95% για την περίοδο 1996-2007, τότε, οι συνολικές σωρευτικές οικονομικές υποχρεώσεις του Ηνωμένου Βασιλείου προς τη Κυπριακή Δημοκρατία, στα τέλη του 2004, ανέρχονταν σε περίπου £600,000,000.
Επιπλέον, με συνυπολογισμό της οικονομικής αξίας των υποχρεώσεων του Ηνωμένου Βασιλείου για τις παρεχόμενες διευκολύνσεις, τις οποίες απολαμβάνουν οι Αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, εκτιμήθηκε ότι το ποσό των υποχρεώσεων της Βρετανικής Κυβέρνησης στην Κύπρο, μέχρι και τις 12 Απριλίου 1980, σε περίπου £245,000,000.
Άρα, η Βρετανική Κυβέρνηση οφείλει τα αναφερόμενα ποσά, αθροιστικώς (πέραν του £1 δις).
Περαιτέρω, εννοείται ότι δεν συνυπολογίζονται οι συνολικές υποχρεώσεις του Ηνωμένου Βασιλείου, από την χρήση διαφόρων δημοσίων υπηρεσιών της Κυπριακής Δημοκρατίας, για την περίοδο μεταξύ 1 Απριλίου 1980 και 31 Μαρτίου 2007, και θα ήταν χρήσιμο να γινόταν αντίστοιχη εκτίμηση, όπως έγινε για την περίοδο 1965-1980, και το ακριβές ποσό των οικονομικών υποχρεώσεων του Ηνωμένου Βασιλείου προς την Κυπριακή Δημοκρατία να προστεθεί στο αναφερθέν συνολικό οφειλόμενο ποσό.
Δ. Συμπεράσματα
Η ιστορία με τις Βρετανικές Βάσεις στην Κύπρο πήρε μια άλλη τροπή και περιεχόμενο κατά την περίοδο της συζήτησης του σχεδίου Ανάν. Η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασίλειου κατέθεσε πρόταση με την οποία ενσωματωνόταν Πρόσθετο Πρωτόκολλο στη Συνθήκη Εγκαθίδρυσης και με το οποίο αποδέσμευε μέρος του εδάφους των Βρετανικών Βάσεων το οποίο θα περιέρχετο στην «Ενωμένη Κυπριακή Δημοκρατία», όπως το ίδιο το πρωτόκολλο χαρακτήριζε το νέο κράτος.
Με επισυνημμένους χάρτες καθορίζονταν επακριβώς οι περιοχές οι οποίες αφορούσαν ένα μέρος των βάσεων του Ακρωτηρίου που θα αποτελούσε μέρος του εδάφους του Ελληνοκυπριακού Κράτους και ένα μέρος των βάσεων της Δεκέλειας που θα αποτελούσε μέρος τους εδάφους του Τουρκοκυπριακού Κράτους, μετά βέβαια που η συμφωνία για την Ενωμένη Κυπριακή Δημοκρατία θα ετίθετο σε ισχύ. Με την πρόταση αυτή η Αγγλική Κυβέρνηση ενώ φαινομενικά επέστρεφε εδάφη των βάσεων στη «νέα κατάσταση πραγμάτων» που θα προέκυπτε μέσα από τη διαδικασία της παρθενογένεσης και της έγκρισης του σχεδίου Ανάν 5, στην πραγματικότητα άνοιγε το θέμα των χωρικών υδάτων και της οικονομικής ζώνης που είναι νομικά κατοχυρωμένη στην Κυπριακή Δημοκρατία και οδηγούσε στον επανακαθορισμό των περιοχών αυτών με μόνο και μοναδικό κριτή και υπεύθυνο για την οριοθέτηση της περιοχής των θαλάσσιων χωρικών υδάτων του νέου κράτους ένα και μόνο άτομο, που θα διόριζε το Ηνωμένο Βασίλειο και του οποίου οι αποφάσεις θα ήταν δεσμευτικές για την «Ενωμένη Κυπριακή Δημοκρατία» και για το Ηνωμένο Βασίλειο.
Στο σχετικό άρθρο 6 του πρόσθετου πρωτοκόλλου εις μεν την παράγραφο 1 καθορίζεται ρητά ότι η Κύπρος δεν θα έχει κανένα δικαίωμα διεκδίκησης στην θαλάσσια περιοχή που θα καθοριζόταν από το πρόσθετο πρωτόκολλο, εις δε την παράγραφο 2 καταργούσε την πρόνοια ότι την οριοθέτηση των θαλάσσιων υδάτων θα έκαναν από κοινού δύο άτομα, ένα το οποίο θα όριζε η «Ενωμένη Δημοκρατία της Κύπρου» και το άλλο το Ηνωμένο Βασίλειο. Αυτή η πρόνοια ίσχυε μέχρι το σχέδιο 4 του Χάνι-Ανάν. Στο σχέδιο 5 καταργήθηκαν τα δύο άτομα και αντ’ αυτών προτάθηκε η πρόνοια ότι ένα άτομο που θα όριζε το Ηνωμένο Βασίλειο χωρίς κανένα περιορισμό θα καθόριζε μόνο του και δεσμευτικά τα νέα χωρικά μας ύδατα και την οικονομική μας ζώνη απέναντι ακριβώς από τις Βρετανικές Βάσεις της Δεκέλειας.
Δε χρειάζεται πολλή σκέψη και ανάλυση για να αντιληφθεί κανένας ότι αυτή η περιοχή ασφαλώς θα περιελάμβανε και το μέρος εκείνο που έχει ήδη θεωρηθεί ότι μπορεί να περιέχει σημαντικές ποσότητες υδρογονανθράκων και η δημοπράτηση των οποίων έχει αρχίσει από την Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Καταθέτω στη Βουλή των Αντιπροσώπων το πρόσθετο πρωτόκολλο (σελ. 173-176 του σχεδίου Ανάν, ημερομηνίας 31/3/2004 όπως μας δόθηκε στη Λουκέρνη, μαζί με τους δύο χάρτες της περιοχής Ακρωτηρίου και Δεκέλειας).
Πέραν τούτου η Αγγλική Κυβέρνηση ήθελε να ικανοποιήσει τις εδαφικές απαιτήσεις του Ντενκτάς και της Άγκυρας ότι το Έδαφος του Τ/Κ κράτους δεν έπρεπε να είναι λιγότερο από 29.2 του συνολικού Κυπριακού εδάφους. Με την ενέργεια της αυτή η Αγγλία έκρυβε ακόμα πιο έντεχνα και πιο «έξυπνα» τους πραγματικούς της στόχους που ήταν:
1. Να εξασφαλίσει τον αποκλειστικό καθορισμό των χωρικών υδάτων του Νέου Κράτους απέναντι στις Βάσεις.
2. Να επιβεβαιώσει ότι οι Βάσεις θα έχουν χωρικά ύδατα.
3. Θα καθοριζόταν η αποδοχή των συνόρων των Βάσεων μέσα από το δημοψήφισμα για την έγκριση του σχεδίου Χάνι – Ντε Σότο – Ανάν που θα περιλάμβανε και τα όρια των Βάσεων.
4. Οι βάσεις θα αποκτούσαν τις όποιες αρμοδιότητες και δικαιώματα, μαζί και χωρικά ύδατα μέσα από το δημοψήφισμα και δεν θα μπορούσε να περάσει πλέον η άποψη ότι είναι αποικιακά κατάλοιπα.
Οι τότε κυβερνώντες προέβαλαν ως γενναιόδωρη πράξη την απόφαση του Ηνωμένου Βασιλείου να επιστρέψει μέρος των εδαφών των Βρετανικών, αλλά αποσιώπησαν και απέκρυψαν το τι συνόδευε το δώρο αυτό προσπαθώντας να περάσουν στους πολίτες την μεγαλοψυχία του Ηνωμένου Βασιλείου και μετατρέποντας τον Δούρειο Ίππο της υποκλοπής ζωτικού μέρους των χωρικών μας υδάτων σε δήθεν δωρεά των Άγγλων για να βοηθήσουν στην αποδοχή του σχεδίου Ανάν. Είχαν γνώση όμως οι φύλακες εντός της Κύπρου και οι πολίτες έδωσαν την απάντησή τους σε ντόπιους και σε ξένους.
Αν ανέφερα αυτό το συγκεκριμένο γεγονός δεν το έκανα για να παραπέμψω στην επανασυζήτηση του περιεχομένου του σχεδίου Ανάν, αλλά για να τονίσω:
1. την πανουργία της Αγγλικής διπλωματίας και την ολοφάνερη υποτίμηση της νοημοσύνης μας.
2. την δουλικότητα και την εξάρτηση κάποιων εσωτερικών πολιτικών δυνάμεων στους ξένους.
3. για να αποτελέσει το σημείο αυτό αφετηρία για τη διεκδίκηση των εδαφών των Βρετανικών Βάσεων και την πρόταση για επαναδιαπραγμάτευση του μέρους της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας, έτσι ώστε να διευκρινιστεί πέραν οποιασδήποτε αμφιβολίας ότι το έδαφος των Βρετανικών Βάσεων αποτελεί μέρος και υπάγεται στην κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Με το πρόσθετο πρωτόκολλο που κατέθεσε το Ηνωμένο Βασίλειο στα πλαίσια του σχεδίου Χάνι-Ανάν καταρρίπτεται το επιχείρημα ότι δε μπορεί να τροποποιηθεί ή και να καταργηθεί το μέρος της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης που αφορά τις Κυπριακές Βάσεις, αλλά αντίθετα αποτελεί προηγούμενο που πρέπει να αξιοποιήσουμε
Ως αποτέλεσμα αυτής της συζήτησης στο Κοινοβούλιο θεωρούμε ότι έχουμε μπροστά μας τρία άμεσα καθήκοντα που πρέπει ως εκπρόσωποι των πολιτών της Κυπριακής Δημοκρατίας να υλοποιήσουμε:
1. Άμεση καταβολή των οφειλόμενων αποζημιώσεων: Θεωρούμε ότι εφ’ όσον απαιτείται, από τις Αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου, η εφαρμογή όλων των προνοιών, της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης, των αναφερομένων στα δικαιώματα, τα προνόμια και τις ασυλίες των Αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου έναντι της Κυπριακής Δημοκρατίας, τότε επιβάλλεται, αλλά είναι και απολύτως λογικό, να απαιτείται και η τήρηση όλων των υποχρεώσεων του Ηνωμένου Βασιλείου, οικονομικών και άλλων, έναντι της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Θεωρούμε σκόπιμο να επανεξεταστεί, τώρα, σε ανώτατο πολιτικό επίπεδο, το όλο θέμα -της εκπλήρωσης των οικονομικών υποχρεώσεων του Ηνωμένου Βασιλείου προς την Κυπριακή Δημοκρατία∙ (α) το ζήτημα των οικονομικών υποχρεώσεων του Ηνωμένου Βασιλείου, οι οποίες προκύπτουν από το Παράρτημα Ρ της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας∙ και (β) το ζήτημα των χρηματικών αποζημιώσεων για τις παρεχόμενες διευκολύνσεις, τις οποίες απολαμβάνουν οι Αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Αν για οποιοδήποτε λόγο, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου αρνηθεί ή επανέλθει στην αδικαιολόγητη επιχειρηματολογία της, (το οποίο είναι και το πιθανότερο), τότε, η Κυπριακή Κυβέρνηση μπορεί να καταφύγει (ultimum refugium) σε διεθνή διαιτησία, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 10[5] της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας, εισήγηση την οποία έχει υποβάλει και ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας με την επιστολή του της 18 Ιανουαρίου 1982.
2. Τροποποίηση της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης: Εφόσον το ίδιο το Ηνωμένο Βασίλειο με την κατάθεση του πρόσθετου πρωτοκόλλου απέδειξε στην πράξη ότι μπορεί να τροποποιηθεί η Συνθήκη, οφείλουμε να αξιοποιήσουμε αυτό το πραγματικό γεγονός για να απαιτήσουμε να ξεκαθαριστεί ότι η κυριαρχία στο έδαφος των Βρετανικών Βάσεων υπάρχει και ασκείται από την Κυπριακή Δημοκρατία, και καμιά επιχειρηματολογία υπέρ δήθεν βρετανικής κυριαρχίας μπορεί να γίνει αποδεχτή.
3. Το τρίτο καθήκον είναι αγώνας μέχρι την οριστική και αμετάκλητη κατάργηση των Βρετανικών Βάσεων και την αποχώρηση όλων των Βρετανικών και ξένων στρατευμάτων από την Κύπρο.
Η Βρετανική πολιτική απέναντι στον Κυπριακό λαό υπήρξε διαχρονικά μη φιλική. Δυστυχώς η ιστορία πάει πολύ πίσω και αρχίζει από την πρώτη στιγμή που η Κύπρος πέρασε στους Βρετανούς. Το 1878-79 οι αποικιακοί ιθύνοντες με πρώτο τον Άγγλο Αρμοστή Wosleley και με την υποστήριξη του Βρετανού Πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη Sir Austen Layard, προτείνουν τον εποικισμό της Κύπρου με Τούρκους πρόσφυγες κυρίως από την Ανατολική Ρωμυλία «ως το σημείο που χριστιανοί και μουσουλμάνοι θα εξισώνονταν αριθμητικά!!!».
Παράλληλα ο ίδιος Wosleley εισηγείται μεταφορά πληθυσμού από τη Μάλτα, ώστε να αντιπαραθέσει το λατινικό στο ορθόδοξο ελληνικό στοιχείο (σελ. 45, Ε. Χ’’Βασιλείου «Το Κυπριακό Ζήτημα», Εκδόσεις: Ελληνικά Γράμματα, 1998).
Όσοι δε γνωρίζουν ιστορία διερωτούνται: γιατί η Βρετανική διπλωματία δε συγκινείται από τον εποικισμό; Απλούστατα. Είναι οι γεννήτορες της ιδέας.
Το 1912 ο Υπουργός Αποικιών Lewis Harcourt εξέτασε το ενδεχόμενο να αυξηθεί ο αριθμός των Ε/Κ αιρετών μελών του Νομοθετικού Σώματος. Ποια ήταν η αντίδραση του Βρετανού Πρέσβη Sir Hamilton Goold – Adam;
Ζητά να μην υιοθετηθεί τέτοια άποψη διότι αυτό θα οδηγήσει τους Τ/Κ σε μετανάστευση και τότε πως θα παίζουμε τα παιχνίδια μας;
Ακριβώς για να διατηρηθεί η ισαριθμία και η πολιτική ισότητα των δύο κοινοτήτων όταν αλλάζει η πληθυσμιακή αναλογία υπέρ των Ε/Κ οι Άγγλοι φροντίζουν να αυξάνει ο αριθμός των διορισμένων μελών του Σώματος.
Την ίδια λογική βλέπουμε και στη Συνθήκη της προβλεπόμενης από το σχέδιο Χάνι – Ντε Σότo – Ανάν Γερουσία.
Στην προ ημερών επίσκεψη της Βρετανίδας Υπουργού Εξωτερικών στην Τουρκία κ. Μπέκετ δήλωσε ότι το Ην. Βασίλειο είναι πιστός σύμμαχος της Τουρκίας.
Τι δήλωσε ο Eden;
Η συμμαχία μας με την Τουρκία είναι σημαντικός παράγοντας στην περιοχή.
Πιο αποκαλυπτικός ο τότε Πρωθυπουργός Μακμίλλαν:
Οι Τούρκοι είναι οι πιο σοβαροί μας σύμμαχοι στην περιοχή. Καμιά λύση στο Κυπριακό που τους προσβάλλει δεν είναι αποδεκτή.
Όταν ο Raddclift υποβάλλει το ομώνυμο σχέδιο του (1956) ο τότε Υπουργός Αποικιών Lennox – Boyd κάνει ταυτόχρονη δήλωση για χωριστό δικαίωμα αυτοδιάθεσης Ε/Κ και Τ/Κ.
Αυτά ας είναι και απάντηση στο σημερινό πρέσβη του Ην. Βασίλειου στην Κύπρο που πρόσφατα υποστήριξε ότι άδικα δαιμονοποιείται η διπλωματία της χώρας του και ότι ήταν πάντα φιλική. Για τους εντός του Κοινοβουλίου υποστηρικτές παρόμοιων θέσεων μια αυτονόητη υπόδειξη. Ας διαβάσουν την ιστορία τουλάχιστον του τόπου μας.
Οι Άγγλοι είχαν και έχουν να επιλέξουν μεταξύ της προστασίας των στρατηγικών συμφερόντων τους στην περιοχή και της αποδοχής της εφαρμογής των βασικών πολιτικών και ανθρώπινων δικαιωμάτων, όπως το δικαίωμα της ανεξαρτησίας των κρατών, της Δημοκρατικής Διακυβέρνησης και της εφαρμογής της λαϊκής κυριαρχίας. Δυστυχώς διαχρονικά απέδειξαν ότι καταπατούν όλες τις αρχές και παραμένουν προσκολλημένοι στην εξυπηρέτηση των στρατηγικών τους συμφερόντων.
Ούτε το γεγονός ότι έστω και με προβλήματα γεννήθηκε ένα Κυπριακό Κράτος το 1960, ούτε το γεγονός ότι από την 1η Μαΐου 2004 η Κυπριακή Δημοκρατία είναι ισότιμο μέλος της Ευρωπαϊκής Οικογένειας έχει επιδράσει στη σχεδιασμένη προ πολλού συμπεριφορά του Ην. Βασιλείου απέναντι μας.
Όσοι μελετούν τη Βρετανική πολιτική απέναντι στην Κύπρο και την ευρύτερη στρατηγική τους στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και των Αραβικών χωρών πολύ εύκολα θα διαπιστώσουν ότι το σχέδιο Χάνι – Ανάν – Ντε Σότο δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια βελτιωμένη έκδοση της τριπλής συγκυριαρχίας που προέβλεπε το σχέδιο McMilan κατά την περίοδο 1957-1958.
EXCHANGE OF NOTES CONSTITUTING AN AGREEMENT CONCERNING FINANCIAL ASSISTANCE TO THE REPUBLIC OF CYPRUS, RELATIVE TO THE TREATY OF 16 AUGUST 1960 CONCERNING THE ESTABLISHMENT OF THE REPUBLIC OF CYPRUS
Note I
Nicosia, August 16, 1960
Your Excellencies,
I have the honour to refer to discussions on financial matters which took place during the negotiations leading up to the Treaty concerning the Establishment of the Republic of Cyprus of to-day's date. In the course of these discussions, agreement was reached between us on the following arrangements:
(a) the Government of the United Kingdom of Great Britain and Northern Ireland shall pay to the Government of the Republic of Cyprus, by way of grant, the sum of £12 million during the period of five years ending on the 31st March, 1965. This sum shall be made available as follows:-
In the financial year ending on the 31st March, 1961, £4,000,000.
In the financial year ending on the 31st March, 1962, £3,000,000.
In the financial year ending on the 31st March, 1963, £2,000,000.
In the financial year ending on the 31st March, 1964, £1,500,000.
In the financial year ending on the 31st March, 1965, £1,500,000.
(b) In addition to the sum of £12 million mentioned in sub-paragraph (a) above, the Government of the United Kingdom shall
(i) pay to the Government of the Republic, by way of grant, the sum of £500,000 towards the construction of a new Civil Air Terminal at Nicosia Airport;
(ii) pay to the Government of the Republic, by way of grant, a sum not exceeding £500,000, to be paid in accordance with detailed arrangements to be agreed within the principles set out in the Schedule hereto, for inhabitants of Akrotiri who desire to leave Akrotiri and settle within the territory of the Republic of Cyprus;
(iii) pay to the Government of the Republic, by way of grant, a sum no. exceeding £340,000 towards the cost of constructing roads within the territory of the Republic for the purpose of by-passing the Ayios Nikolaos region of the Dhekelia Sovereign Base Area; and
(iv) on a request by the Government of the Republic for financial assistance towards an extension of the electricity supply in the Island of Cyprus, make a loan in an amount and on terms to be agreed between the two Governments, such terms to be comparable to those generally applicable at the time to loans being made by the Government of the United Kingdom to independent member countries of the Commonwealth.
(c) Within the period of six months immediately before the 31st March, 1965, and before the end of each succeeding period of five years, the Government of the United Kingdom shall review, in consultation with the Government of the Republic, the provisions of sub-paragraph (a) of this paragraph and, taking all factors into account, including the financial requirements of the Government of the Republic, shall, after full consultation with the Government of the Republic, determine the amount of financial aid to be provided to that Government in the following period of five years.
(d) Except as may be provided in the above-mentioned Treaty or as may to-day otherwise have been agreed and recorded between us, the Government of the Republic shall not make any claims against the Government of the United Kingdom and the Government of the United Kingdom shall not make any claims against the Government of the Republic arising or purporting to arise out of or in connection with either the administration of Cyprus or the establishment of the Republic of Cyprus.
2. I have the honour to suggest that, if the above arrangements are acceptable to the Government of the Republic, this Note, together with your reply to that effect, shall constitute an agreement in this matter between the Government of the United Kingdom and the Government of the Republic which shall enter into force on today's date.
I have the honour to be,
Your Excellencies’ most obedient, humble Servant,
Hugh Foot
Archbishop Makarios
President of the Republic of Cyprus
Dr Fazil Kutchuk
Vice-President of the Republic of Cyprus
EXCHANGE OF NOTES CONSTITUTING AN AGREEMENT CONCERNING FINANCIAL ASSISTANCE TO THE REPUBLIC OF CYPRUS, RELATIVE TO THE TREATY OF 16 AUGUST 1960 CONCERNING THE ESTABLISHMENT OF THE REPUBLIC OF CYPRUS
Note II
Nicosia, August 16, 1960
Your Excellency,
We have the honour to acknowledge receipt of your Note of today's date, which reads as follows:-
[See note I]
2. The proposals set out in that Note are acceptable to the Government of the Republic of Cyprus and we have the honour therefore to confirm that your Note, together with this reply, shall constitute an agreement accordingly.
We have the honour to present our best respects,
Ο ΚΥΠΡΟΥ ΜΑΚΑΡΙΟΣ F. KŰCŰK
Sir Hugh Foot, G.C.M.G., K.C.V.O., O.B.E.
[1] Constitution of the Republic of Cyprus, Article 195:
Notwithstanding anything in this Constitution contained, the person elected as first President of the Republic and the person elected as first Vice-President of the Republic, who under Article 187 are deemed to be the first President and the first Vice-President of the Republic, whether before or after their investiture as in Article 42 provided, conjointly shall have, and shall be deemed to have had, the exclusive right and power to sign and conclude on behalf of the Republic the Treaty concerning the Establishment of the Republic of Cyprus between the Republic, the Kingdom of Greece, the Republic of Turkey and the United Kingdom of Great Britain and Northern Ireland together with the Exchanges of Notes drawn up for signature with that Treaty, and the Treaty guaranteeing the independence, territorial integrity and Constitution of the Republic, between the Republic, the Kingdom of Greece, the Republic of Turkey and the United Kingdom of Great Britain and Northern Ireland, the Treaty of Military Alliance between the Republic, the Kingdom of Greece and the Republic of Turkey and the Agreement between the Republic, the Kingdom of Greece and the Republic of Turkey for the application of the Treaty of Alliance concluded between these countries, and such Treaties Agreements and Notes exchanged shall be thus validly concluded on behalf of the Republic and shall be operative and binding as from the date on which they have been so signed.
[2] Article 36:
1. The jurisdiction of the Court comprises all cases which the parties refer to it and all matters specially provided for in the Charter of the United Nations or in treaties and conventions in force.
2. The states parties to the present Statute may at any time declare that they recognize as compulsory ipso facto and without special agreement, in relation to any other state accepting the same obligation, the jurisdiction of the Court in all legal disputes concerning:
a. the interpretation of a treaty;
b. any question of international law;
c. the existence of any fact which, if established, would constitute a breach of an international obligation;
d. the nature or extent of the reparation to be made for the breach of an international obligation.
3. The declarations referred to above may be made unconditionally or on condition of reciprocity on the part of several or certain states, or for a certain time.
4. Such declarations shall be deposited with the Secretary-General of the United Nations, who shall transmit copies thereof to the parties to the Statute and to the Registrar of the Court.
5. Declarations made under Article 36 of the Statute of the Permanent Court of International Justice and which are still in force shall be deemed, as between the parties to the present Statute, to be acceptances of the compulsory jurisdiction of the International Court of Justice for the period which they still have to run and in accordance with their terms.
6. In the event of a dispute as to whether the Court has jurisdiction, the matter shall be settled by the decision of the Court.
[3] PART III, NOTES ON DOCUMENTS ANNEXED (σελ. 9 Λευκής Βίβλου):
Payments
13. Part VI of Annex B to the draft Treaty specifies items in respect of which payments will be made by the United Kingdom.
Βλ. Επίσης, ANNEX B, Part II, SECTION 8 (σελ. 26-7 Λευκής Βίβλου):
…7. The United Kingdom authorities, authorised service organisations, United Kingdom personnel, contractors, sutlers and the dependents of any of them shall be permitted to make use of public utilities in the Republic of Cyprus on terms, conditions and charges not less favourable than those available to other non-governmental users.
[4] ANNEX B, PART VI, SECTION 1(σελ. 51 Λευκής Βίβλου):
Subject to the provisions of this Treaty, the United Kingdom shall make payments in respect of the items indicated below:
(a) Fees and charges which may in accordance with any legislation for the time being in force in the Republic of Cyprus be levied or taken in the Department of Lands and Surveys of the Republic of Cyprus in matters relating to immovable property, and stamp duties payable under the provisions of any such legislation in respect of transfers immovable property;
(b) A contribution to the Republic of Cyprus, in respect of immovable property occupied by the United Kingdom authorities within the territory of the Republic of Cyprus, which shall be calculated on basis to be agreed between the United Kingdom and the Republic of Cyprus taking into account the extent to which facilities or services rendered by local authorities and normally included in general tating assessments are enjoyed by the United Kingdom authorities and the services and facilities provided or undertaken by the United Kingdom authorities on their own behalf,
(c) Port dues, fees and charges which may be levied or taken in accordance with any legislation for the time being in force in the Republic of Cyprus;
(d) Subject to such special agreements as may be concluded with regard to public utilities, payments for services provided by public utilities in the Republic of Cyprus to the United Kingdom authorities in connexion with the supply of water, electricity, gas and telecommunications services;
(e) Actual expenditure by the Republic of Cyprus necessarily incurred in connexion with, and in so far as it relates to
(i) the control over activities for which provision is made in paragraph 1 of Section 3 of Part II of this Annex, and
(ii) the installing of suppressors pursuant to paragraph 2 of Section 3 of Part II of this Annex;
(f) Reimbursement of any compensation due to any person for any diminution in the market value of any tangible property, or for any loss or damage in consequence of the restriction in the use of, or the prohibition of accessibility to, any immovable property, resulting from the exercise of the control referred to in subparagraph (e) (i) of this Section;
(g) Fees and charges which may in accordance with any legislation for the time being in force in the Republic of Cyprus be levied or taken in respect of the grant of any permit, licence or certificate relating to the construction of any building or structure or in respect of the grant of any permission to develop immovable property;
(h)Fees, rents and other annual charges which may in accordance with. any legislation for the time being in force in the Republic of Cyprus be levied or taken in respect of the grant of any permit, lease or licence for quarrying or for the extraction and removal of stones, shingle, sand, gravel or other substance from any part of the foreshore;
(i) Overtime fees payable in accordance with any legislation for the time being in force in the Republic of Cyprus to officers of the Republic of Cyprus in respect of services rendered to the United Kingdom authorities at ports or airports of the Republic of Cyprus;
(j) Sums payable in accordance with any legislation for the time being in force in the Republic of Cyprus to any municipality or other local authority as a contribution to the cost of the construction of any public street on which immovable property owned by a United Kingdom authority abuts;
(k) Any recoupment or betterment charge recoverable in accordance with any legislation for the time being in force in the Republic of Cyprus in respect of the development of immovable property surrendered, under the provisions of paragraph 2 of Section 6 of Part III of this Annex, and returned by agreement to the Government of the United Kingdom, or a United Kingdom authority.
SECTION 2
Nothing in this Part of this Annex shall prevent the conclusion of any special agreement or arrangement by the Republic of Cyprus and the United Kingdom in respect of any of the matters covered by this Part of this Annex.
5 Article 10:
Any question or difficulty as to the interpretation of the provisions of this Treaty shall be settled as follows:
(a) Any question or difficulty that may arise over the operation of the military requirements of the United Kingdom, or concerning the provisions of this Treaty in so far as they affect the status, rights and obligations of United Kingdom forces or any other forces associated with them under the terms of this Treaty, or of Greek, Turkish and Cypriot forces, shall ordinarily be settled by negotiation between the tripartite Headquarters of the Republic of Cyprus, Greece and Turkey and the authorities of the armed forces of the United Kingdom.
(b) Any question or difficulty as to the interpretation of the provisions of this Treaty on which agreement cannot be reached by negotiation between the military authorities in the cases described above, or, in other cases, by negotiation between the Parties concerned through the diplomatic channel, shall be referred for final decision to a tribunal appointed for the purpose, which shall be composed of four representatives, one each to be nominated by the Government of the United Kingdom, the Government of Greece, the Government of Turkey and the Government of the Republic of Cyprus, together with an independent chairman nominated by the President of the International Court of Justice. If the President is a citizen of the United Kingdom and Colonies or of the Republic of Cyprus or of Greece or of Turkey, the Vice-President shall be requested to act; and, if he also is such a citizen, the next senior Judge of the Court.
6 σχόλια:
Αξιοτιμε κε. Κουτσου,
1. Βρισκω τη λογικη να σταματησουν οι Βρετανοι την παροχη οικονομικης βοηθειας μετα το 1974 λογικη κινηση απο την πλευρα τους. Απο τη στιγμη που η κυπριακη δημοκρατια δεν μπορουσε να εγγυηθει οτι με τα χρηματα θα βοηθουνταν ολοι οι πολιτες της κυπριακης δημοκρατιας. Τοσο πολιτικα οσο και οικονομικα εξηγειται η κινηση αυτη.
2. Δεν πρεπει να ξεχναμε οτι το Η.Β. ειναι ξεχωριστο κρατος και εχει τα δικα του συμφεροντα, οπως και η κυπριακη δημοκρατια τα δικα της. Η κυπριακη δημοκρατια δεν ειναι παιδι του Η.Β. για να ζητα χρηματα καθε φορα που κατι παει στραβα. Μου θυμιζει κινηση κακομαθημενου παιδιου που νομιζει οτι επειδη ετυχε να γεννηθει απο πλουσιους γονεις του ανηκει η περιουσια των γονιων του. Πρεπει καποτε να καταφερει να σταθει στα ποδια της η Κυπριακη Δημοκρατια ως ανεξαρτητο κρατος μονο τοτε υπαρχει η πιθανοτητα να την παρουν και αλλα κρατη στα σοβαρα. Ακολουθωντας αυτη τη σκεψη καταληγω στο οτι ναι μεν πρεπει να διατηρηθουν καλες σχεσεις με το Η.Β.(η πολιτικη ειναι ενα παιχνιδι για κρατη 'ωριμα'). Δεν πρεπει να υποτιμουμε ουτε τη δυναμη της Τουρκιας ουτε αυτη της Μ.Β.ουτε να περιμενουμε οτι καποιος πρεπει να μας λυπηθει. Τιποτα δε χαριζεται. Επιτελους πρεπει καποιος να αναλαβει τις ευθυνες του Κυπριακου Κρατους και να το τοποθετησει ως ισοτιμο παιχτη στα πολιτικα παιχνιδια της περιοχης. Κατα την αποψη μου πρεπει να σταματησουμε να ζηταμε χρηματα, αυτο μας βαζει σε μειονεκτικη θεση απεναντι τους. Δεν ξερω αν γνωριζετε την Dependencia Theory αλλα ισως εκει θα επρεπε να στηριχτουμε για να κοψουμε επιτελους τον ομφαλιο λωρο που μας δενει με το Η.Β. Κλεινοντας θελω να τονισω οτι δεν μπορουμε απο τη μια να ζηταμε χρηματα και απο την αλλη να ζηταμε τη διαλυση των βασεων, ειναι τουλαχιστον ανεφικτο. Ισως να ηταν καλυτερα να σταματησουμε να βλεπουμε την Μ.Β. ως προστατιδα δυναμη και να ξεκινησουμε να την βλεπουμε ως ισοτιμο παιχτη στα πολιτικα παιχνιδια, μονο τοτε θα μπορουσαμε ισως να κερδισουμε καποια απο αυτα τα παιχνιδια (λαμβανοντας μερος ως ισοτιμος παιχτης).
3. αναφερεστε σε συμφωνιες εποικισμου της Κυπρου απο Τουρκους απο το 1878 μηπως μπορειτε να δωσετε καποια αξιοπιστη πηγη γι αυτο?
Φιλικα,
Κασσανδρα
Η δουλειά της Βρετανίας είναι να προστατεύσει τα δικά της συμφέροντα, και αυτό το κάνει πολύ καλά. Είναι ξεκάθαρο ότι νομικά δεν μπορούν να σταθούν τα επιχειρήματα της εφόσον η συμφωνία δεν έγινε με τις δύο κοινότητες αλλά με την Κυπριακή Δημοκρατία. Τέτοιου είδους ζητήματα όμως είναι πάντοτε πολιτικά, όχι νομικά. Ακόμα και άμα το θέμα φτάσει στο δικαστήριο της Χάγης, έχει αποδειχθεί ότι και το ίδιο κρίνει κατά μεγάλο βαθμό με πολιτικά κριτήρια. Ως εκ τούτου είναι εξαιρετικά δύσκολο η -μικρή- Κυπριακή Δημοκρατία να πάρει όσα δικαιούται από το Ηνωμένο Βασίλειο. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να συνεχίσει να ζητά όσα δικαιούται, αν μη τι άλλο για πολιτικούς λόγους.
Η αποχώρηση των βρετανικών βάσεων χρειάζεται απλώς πολιτική απόφαση, τίποτα άλλο. Άμα η Κυπριακή κυβέρνηση έπαιρνε την απόφαση θα ξεκινούσε η αντίστροφη μέτρηση για τις βάσεις αφού σε ένα ευρωπαϊκό κράτος λίγες δυνατότητες αντίδρασης θα είχαν απέναντι σε μία λαϊκή κινητοποίηση με την σιωπηλή συμπαράσταση της κυβέρνησης. Αυτή την πολιτική απόφαση αποτυγχάνουν να πάρουν οι κυβερνήσεις μας χρησιμοποιώντας τραγικά επιχειρήματα και κυρίως το ότι δεν θέλουν να στρέψουν την βρετανική πολιτική εναντίον μας, λες και υπάρχει η δυνατότητα να στραφεί ακόμα περισσότερο εναντίον μας...
Σας ευχαριστώ για τις απόψεις σας.
Αγαπητή Κασσάνδρα σε παραπέμπω στο βιβλίο του Χατζηβασιλείου το οποίο -όπως θα δεις- το χρησιμοποιώ και σαν πηγή στο κείμενό μου και στο οποίο μπορείς να βρεις τα στοιχεία που ζήτησες.
και πάλι ευχαριστώ για τη συμμετοχή σας στο διάλογο,
Ν.Κ.
na tous dioxoume. den exoun kamia doulia edw oi apoikiokrates
Λεπτομέρεια σχετικά με προηγούμενο σχόλιο του κ. Κουτσού για την σχετική παραπομπή στο βιβλίο του Χατζηβασιλείου:
-Χατζηβασιλείου Ευάνθης, ’Το Κυπριακό Ζήτημα, 1878 - 1960 - Η Συνταγματική Πτυχή‘, Εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 1998.
Επίσης κάποιες άλλες ενδιαφέρουσες πηγές:
- Πρακτικό, Διάσκεψη Βερμούδων, 23 Μαρτίου 1957, PRO FO 371/130112/25.
- Lawrence Durrell, Bitter Lemons of Cyprus (London, 1985), pp. 147 - 148.
Ομάδα διαχείρισης Blog
Εξαίρετο όταν Πολιτικοί ανοίγουν τις σκέψεις τους σε διάλογο στην πραγματική Κοινωνία (όπως λέμε...πραγματική οικονομία...).
Σας συγχαίρω και θα σας προσθέσω στους συνδέσμους μου σύντομα , σήμερα απλά έκανα ένα μικρό σχόλιο.
Γιώργος Πήττας (Στήλη Άλατος)
Δημοσίευση σχολίου